Τα Παιδεία Παίζει!!!


PhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucket

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Ο μύθος της δεκαοχτούρας!

Όταν ήμουνα μικρή τα καλοκαίρια οι δικοί μου με πήγαιναν στο σπίτι της γιαγιάς μου η οποία έμενε δίπλα στο βουνό.Εκεί λοιπόν είχαμε μια πολύ μεγάλη και όμορφη αυλή γεμάτη πολύχρωμα και ευωδιαστά τριαντάφυλλα και στο πλάι δύο μεγάλα πεύκα με μια κρεμασμένη κούνια.Κάθε μέρα έβγαινα και έπαιζα και μου κάνανε παρέα τα πουλιά.Μια μέρα ρώτησα τη γιαγιά μου τι πουλιά είναι αυτά και μου απάντησε πως λέγονται δεκαοχτούρες.Γεμάτη χαρά και θαυμασμό για τη νέα πληροφορία τις χάζευα ώρες και άκουγα τον ήχο τους.Κάποια στιγμή η γιαγιά μου μου είπε αν ξέρω τον μύθο της δεκαοχτούρας και της απάντησα όχι και τότε μου είπε:


Ήταν κάποτε μια πανέμορφη κοπέλα.Ήταν πολύ νοικοκυρά και τακτική.Ήταν καλή μαγείρισσα και όλα τα παλικάρια την ήθελαν για γυναίκα τους κι όλες οι πεθερές για νύφη.Εκείνη όμως αγάπησε ένα παλικάρι όμορφο κι αυτό που όμως η μάνα του δεν την ήθελε γιατί τη ζήλευε.Το παλικάρι δεν άκουσε τη μάνα του και παντρεύτηκε την κοπέλα κι ήταν πολύ χαρούμενοι και οι δύο.Η πεθερά όμως πάντα προσπαθούσε να τους χωρίσει.Μείωνε την κοπέλα.Την έβαζε να κάνει όλες τις δουλειές και να καθαρίζει τα καθαρά,την έστελνε για θελήματα και ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένη.Η καημένη η κοπέλα τα έκανε όλα αγόγγυστα και χωρίς να κάνει ποτέ κανένα παράπονο,ελπίζοντας κάποια μέρα να καταλάβει η πεθερά και να την αγαπήσει.

Μια μέρα η πεθερά σκεφτόταν τι να την βάλει να κάνει κι έτσι αποφάσισε να της ζητήσει να κάνει 18 ψωμιά.Η κοπέλα έπεσε στη δουλειά και ως το μεσημέρι τα είχε κιόλας τελειώσει όμως η πεθερά έσκασε από το κακό της και σκεφτόταν τι να κάνει για να την πικράνει.Όταν γύρισε λοιπόν ο γιος από τη δουλειά,πήγε και τον έπιασε και κατηγόρησε την κοπέλα ότι ενώ είχε ψήσει 19 ψωμιά το ένα το έφαγε όλο μόνη της.Ο άντρας της δε μίλησε κι έτσι η μάνα του άρχισε να λέει παντού πως η νύφη της έψησε 19 ψωμιά και το ένα το έφαγε μόνη της.Η κοπέλα δεν άντεξε άλλο και πικραμένη άρχισε να τριγυρνάει φωνάζοντας 18,18ψωμιά,18.Από την πίκρα και τη στεναχώρια της η κοπέλα τρελάθηκε κι ο Θεός που είχε δει την αδικία και την κακία της πεθεράς την έκανε πουλί.
Το πουλί αυτό είναι η δεκαοχτούρα που γυρνάει ακόμα και φωνάζει 18 προσπαθώντας να βρει το δίκιο της!


Οι δεκαοχτούρες για μένα είναι κάτι πολύ αγαπημένο!Σε όλη μου τη ζωή τις άκουγα και πάντα σκεφτόμουν το μύθο,τη γιαγιά μου,το καλοκαίρι.Σήμερα μένω κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου.Εκείνη έφυγε,τα δέντρα κόπηκαν,τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν,ο κήπος άλλαξε...Το μόνο που μένει να μου θυμίζει είναι οι δεκαοχτούρες και όσα με ευλάβεια έχω κλειδωμένα στο μυαλό και την καρδιά μου.

Ελπίζω να σας άρεσε!

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Το κάστρο!


Τον παλιό καιρό
πέρα στο κάστρο του νησιού το γκρεμισμένο
έστησε χορό το αρχοντόπουλο
στον κόσμο ξακουσμένο.

Παν εκεί στο κάστρο διαλεχτές κυράδες
κείνης της γενιάς της μακρινής.
Πήγανε ακόμα και δύο αδερφάδες
που δεν τις εγνώριζε κανείς.

Δεν ήταν ντυμένες ούτε στολισμένες
με χρυσά κι ατίμητα φλουριά
μα είχαν κάτι μάτια
που`καναν κομμάτια
και την πιο μαρμάρινη καρδιά.

Όμορφα κι οι δυο χορεύουν
κι απ`το ρήγα μπρος περνούν
και μεμιάς τον εμαγεύουν
μύριους πόνους τον κερνούν.

Στέκει ο βασιλιάς
και απ`το παλιό κρασί του κάστρου τις κερνάει.
Και γλυκό φιλί από τις δυο
ζητά της μιας να πάρει.

Μα ήτανε νεράιδες κι όποιος
τις ζυγώνει και φιλί τους
πάρει μαγικό
ημπορεί κι αυτός ώσπου να ξημερώσει
να γενεί κι εκείνος ξωτικό.

Πέρασαν οι ώρες,έφυγαν οι κόρες
πάψανε τα γλέντια,τα βιολιά
τώρα στο παλάτι της αυγής τα πάθη
βρήκαν ξωτικό το βασιλιά.

Τώρα με σκοπό θλιμμένο
κουκουβάγια τον θρηνεί
κι απ`το κάστρο γκρεμισμένος
κλαίει κι αυτός χωρίς φωνή.



 1) Εκτέλεση από Α.Γ.Selena

 2) Εκτέλεση από Λοξία

Είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι που έβαζα τη μαμά μου να μου το τραγουδάει κάθε βράδυ για να κοιμηθώ. Εκείνη το έμαθε από τη γιαγιά της που ήταν μικρασιάτισσα κι εγώ θα το μάθω στα παιδιά μου με πολύ χαρά. Τα λόγια δεν είναι όπως μου τα έλεγε η μαμά μου και κατά τη γνώμη μου χάνει πολύ έτσι, όμως εκείνα τα λόγια θα μου επιτρέψετε να τα κρατήσω για μένα :)

Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Λοξία ο οποίος ηχογράφησε το κομμάτι και σε μία άλλη παραλλαγή και μας την παρουσίασε εδώ στα Παραμύθια που όλοι αγαπάμε :)

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Η Φεγγαρένια

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι, που ζούσε με την μαμά και τον μπαμπά της σε ένα σπιτάκι, δίπλα στην θάλασσα.
Το κοριτσάκι, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, ζητούσε από την μαμά της, να την αφήσει, να χαζέψει για λίγο το φεγγάρι, που καθρεφτιζότανε στα γαλήνια νερά της θάλασσας.

Έτσι και εκείνο το βράδυ, το κοριτσάκι, καληνύχτισε το φεγγάρι και ξάπλωσε στο κρεβατάκι της.
Ενώ κοιμότανε, είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο. Το φεγγαράκι, είχε αφήσει τον έναστρο ουρανό και πήγε να δει από κοντά το κοριτσάκι, που κοιμότανε γλυκά στο κρεβατάκι του.
«Γεια σου κοριτσάκι. Σε βλέπω κάθε βράδυ που με χαιρετάς πριν κοιμηθείς. Απόψε, αποφάσισα να έρθω να σε δω από κοντά ».
Το κοριτσάκι σάστισε, αλλά ήτανε και πολύ χαρούμενο.
«Έχω μια ιδέα, θέλεις να σε πάω μια βόλτα ψηλά στον ουρανό?», της είπε το φεγγαράκι.
«Ναι, το θέλω πολύ», είπε χαρούμενα το κοριτσάκι.
«Κρατήσου γερά από πάνω μου και ετοιμάσου να σου δείξω τον δικό μου κόσμο», είπε χαμογελώντας το φεγγαράκι.

Πράγματι, σε λίγο, το κοριτσάκι είχε ανέβει στην πλάτη του φεγγαριού και μαζί ταξιδεύανε στα σύννεφα.
«Αλήθεια, πως σε λένε?» ρώτησε το φεγγαράκι. Όμως το κοριτσάκι, ήτανε τόσο ενθουσιασμένο, που κοιτούσε γύρω της, χωρίς να μιλάει.
«Εντάξει, για απόψε, λοιπόν, θα είσαι η…φεγγαρένια» και γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους.
« Που πάμε τώρα?» ρώτησε το κοριτσάκι.
«Στα σύννεφα, να μόλις φτάσαμε».

Η φεγγαρένια, τότε, πήδησε από την πλάτη του και έτρεξε πάνω στα σύννεφα. Χοροπηδούσε με την ψυχή της και γελούσε.
« Είναι τόσο όμορφα εδώ πέρα, και τα σύννεφα είναι τόσο μαλακά σαν βαμβάκι», είπε η φεγγαρένια.
«Έλα, ανέβα πάλι να φύγουμε, έχουμε και σε άλλα μέρη να πάμε».
«Ναι, ναι, πάμε», φώναξε η φεγγαρένια.
«Ετοιμάσου να δεις όλα τα αστέρια του ουρανού», είπε το φεγγαράκι και της χαμογέλασε.
Η φεγγαρένια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά στα μάτια της, κείτονταν δεκάδες λαμπερά αστέρια. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί τόσα πολλά μαζί. Ήθελε να τα μετρήσει, μα ζαλιζότανε από το λαμπερό φως των αστεριών.

«Είναι τόσα πολλά, αλλά που κρύβονται κάθε βράδυ τόσα αστέρια?», ρώτησε το κοριτσάκι.
«Υπάρχουν πάντα στον ουρανό, φεγγαρένια, απλώς μερικές φορές τα κρύβουνε τα σύννεφα, για αυτό δεν τα βλέπεις όλα. Άλλωστε είμαστε τόσο κοντά τώρα. Περίμενε λίγο», είπε το φεγγαράκι.

Τότε, το φεγγαράκι, άπλωσε το χέρι του και τράβηξε ένα αστέρι μικρό αλλά τόσο φωτεινό όπως όλα τα άλλα.
«Αυτό το αστέρι στο χαρίζω, είναι δικό σου φεγγαρένια. Το βράδυ πριν κοιμηθείς να το έχεις κάτω από το μαξιλάρι σου και να θυμάσαι, ότι θα είναι εκεί μαζί σου και δεν θα φοβάσαι τίποτα πια. Όμως να το φυλάξεις καλά», είπε το φεγγαράκι.

«Θα το φυλάξω στο μπαουλάκι μου, και θα το κλειδώσω με το κλειδάκι του.
Δεν θα το χάσω ποτέ», είπε η φεγγαρένια με δάκρυα χαράς στα ματάκια της.
«Ανέβα στην πλάτη μου, έχουμε να δούμε και κάτι άλλο», είπε το φεγγαράκι.

Η φεγγαρένια, ανέβηκε στην πλάτη του, βάζοντας το αστέρι που της χάρισε, βαθιά μέσα στην τσεπούλα της.
Πράγματι, αμέσως μετά, φτάσανε σε μια μεγάλη πόρτα με ψηλά ξύλινα κάγκελα. Πίσω από τα κάγκελα όμως η φεγγαρένια, διέκρινε πλήθος από πολύχρωμα λουλούδια, όλων των χρωμάτων.
«Τι είναι εδώ?» ρώτησε η φεγγαρένια.
«Εδώ είναι ο κήπος του ουρανού. Μέσα στον κήπο, θα βρεις πολύχρωμα και μοσχομυριστά λουλούδια».
«Είναι απίστευτο! Μπορώ να τα δω από κοντά?», ρώτησε η μικρή φεγγαρένια και πριν προλάβει να της απαντήσει το φεγγαράκι, η μικρή βρισκόταν ήδη μέσα στον τεράστιο κήπο.
«Είναι όλα τόσα όμορφα, και μυρίζουνε τόσο ωραία. Αλλά, φεγγαράκι, ποιος τα ποτίζει όλα αυτά τα λουλούδια?» είπε με απορία η φεγγαρένια.
« Μα φυσικά τα σύννεφα. Μια φορά την ημέρα, τα σύννεφα μαζεύονται πάνω από τον κήπο και ρίχνουνε βροχή, ώστε τα λουλούδια μας, να παραμείνουνε για πάντα δροσερά και φρέσκα».

Η φεγγαρένια, έτρεξε ανάμεσα στα λουλούδια, χώνοντας την μυτούλα της ανάμεσα στα πέταλα τους. Άρχισε να στριφογυρνάει χαρούμενα γύρω τους και να ανασαίνει δυνατά, προσπαθώντας να φυλακίσει, όσο περισσότερο μπορούσε μέσα της, από την ευωδιά των λουλουδιών.
«Αν θέλεις, μπορείς να κόψεις ένα λουλούδι, όμως πρόσεχε να διαλέξεις ένα χωρίς αγκάθια», της είπε το φεγγαράκι.

Η μικρή φεγγαρένια, έκοψε ένα λουλουδάκι, που μύριζε υπέροχα και είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου πάνω του. Έμεινε να το κοιτάζει έκθαμβη και το έχωσε και αυτό στην τσεπούλα της.
«Είναι ώρα να φύγουμε», της είπε το φεγγαράκι.

Με γοργά βήματα, η φεγγαρένια ανέβηκε για άλλη μια φορά στην πλάτη του φεγγαριού και έγειρε πάνω του. Ήταν τόσο κουρασμένη, αλλά συνάμα πολύ ευτυχισμένη. Δεν έβλεπε την ώρα, να γυρίσει στο σπίτι της και να εξιστορήσει την ωραία περιπέτεια της στην μαμά της. Όμως, τώρα που το καλοσκεφτότανε, θα την πίστευε η μαμά της?
Με όλες αυτές τις σκέψεις να περνάνε στο κεφαλάκι της και η μικρή φεγγαρένια να χαζεύει από ψηλά τα σπίτια που ξεπρόβαλαν κάτω από τα πόδια της, την θάλασσα που χάιδευε απαλά τις δαντελένιες ακτές του νησιού της, έφτασαν και πάλι στο δωμάτιο της.

«Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, να θυμάσαι ότι θα είσαι για πάντα η καλύτερη μου φίλη», είπε το φεγγαράκι.
« Θα σε ξαναδώ ποτέ?» ρώτησε η φεγγαρένια.
« Θα προσπαθήσω, αλλά να ξέρεις πως εγώ θα σε βλέπω και θα σε καληνυχτίζω τα βράδια πριν κοιμηθείς».

Το κοριτσάκι, άνοιξε το μπαουλάκι της και έβαλε το αστεράκι μέσα. Τότε του ψιθύρισε. «Δεν θα σε αφήσω ποτέ μου».

Ύστερα, ξάπλωσε και έγειρε να κοιμηθεί. Θυμήθηκε όμως το λουλούδι που είχε βάλει μέσα στην τσεπούλα της πιζάμας της. Το έβγαλε και το κράτησε στα χεράκια της, μέχρι που και η ίδια αποκοιμήθηκε γλυκά, μέχρι που ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό και φώτισε το δωμάτιο του μικρού κοριτσιού.

«Καλημέρα Ελενίτσα, ξύπνα αγάπη μου, είναι ώρα να ετοιμαστείς, να πας σχολείο», άκουσε την φωνή της μαμά της.

Η μικρή Ελενίτσα, έτριψε τα μάτια της και αγκάλιασε την μαμά της χαρούμενα.

«Τι έγινε και είσαι τόσο χαρούμενη, είδες μήπως κανένα όμορφο όνειρο?», είπε χαμογελώντας η μαμά της.
« Μαμά μου, εχθές το βράδυ ήρθε το φεγγαράκι και με πήγε βόλτα…», βιάστηκε να πει η μικρή Ελενίτσα.
« Ναι αγάπη μου, έλα να πιεις το γάλα σου τώρα», είπε η μαμά χασκογελώντας από την ιστορία της κορούλας της.

Η μικρή Ελενίτσα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε να ακολουθήσει την μαμά της. Τότε έγινε κάτι που την συγκλόνισε. Στο πάτωμα κάτω, βρισκότανε το λουλούδι που κρατούσε το βράδυ στα χεράκια της.
Η Ελενίτσα χαμογέλασε ευτυχισμένη και έτρεξε γρήγορα να ετοιμαστεί για το σχολείο της, τόσο χαρούμενη όσο ποτέ άλλοτε.

Το παραμυθάκι αυτό το ανακάλυψα στο μπλογκ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ .Είναι γραμμένο από την Χριστίνα Ιωαννίδου η οποία το έχει δημοσιεύσει στη σελίδα stixoi.info

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

To ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αστεράκι


Ήταν κάποτε ένας ποντικούλης που το λέγανεΠοντικούλης Τρωκτικούλη.
Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό, ήθελε να τα αγγίξει.

- Παππού - έλεγε στον παππού του - σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου απαντούσε ο παππούς του. Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.

- Μα γιατί είναι τόσο ψηλά παππού;

- Είναι τόσο ψηλά για να μην τα αγγίζουνε τα ποντικάκια και λερώνεται η ασημόσκονή τους.

- Εγώ όμως παππού μια μέρα, να το δεις, θα αγγίξω ένα αστεράκι. Αλλά προτού το αγγίξω, θα πλύνω καλά- καλά τα χεράκια μου για να μην λερώσω την ασημόσκονη του.

Και τι δεν έκανε ο Τρωκτικούλης για να αγγίξει ένα αστεράκι. Έπαιρνε φόρα και πηδούσε με όλη του την δύναμη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Σκαρφάλωνε σε σκουπόξυλα. Σκαρφάλωνε σε τηλεγραφόξυλα. Σκαρφάλωνε σε κεραίες τηλεόρασης. Σκαρφάλωνε σε καμπαναριά. Τίποτα όμως. Όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να αγγίξει ένα αστεράκι.

- Ίσως είχε δίκιο ο παπούλης σκεφτόταν - Ίσως να μην αγγίξω ποτέ στην ζωή μου αστεράκι. Αλλά πάλι, το θέλω τόσο πολύ, που -ποιος ξέρει- ίσως κάποια μέρα να τα καταφέρω.

- Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες ώσπου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ βγήκε ο Τρωκτικούλης από την ποντικότρυπα του και τι να δει; Ένα στολισμένο έλατο στην μέση του σαλονιού και στην κορφή του ελάτου ένα ασημένιο αστεράκι.

Ο Τρωκτικούλης, έτριψε τα μάτια του σαστισμένος, έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά του, έκανε μπροστά, έκανε πίσω και έτρεξε στην ποντικοφωλιά του.

- Παππού! παππού! Έλα να δεις! ένα δέντρο φύτρωσε στη μέση του σαλονιού και στην κορυφή του έχει ένα αστεράκι.

- Είσαι σίγουρος εγγονάκι μου.

- Άμα σου λέω παππού! Θα το αγγίξω. Δεν μου ξεφεύγει! θα το αγγίξω.

Έτσι λοιπόν ο τρωκτικούλης έπλυνε τα χέρια του και για καλό και για κακό σαπούνισε τα ποδαράκια του και τα μουστάκια του και την ουρίτσα του και άρχισε να σκαρφαλώνει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε.

Εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ξύλινο στρατιωτάκι. Φορούσε φανταχτερή στολή και στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπαθί.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το στρατιωτάκι - Για πού το'βαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι

- Αστεράκι; Τι νόημα έχει να αγγίξεις ένα αστεράκι; - είπε το στρατιωτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ καλύτερο.

- Δηλαδή;

- Να γίνεις και συ στρατιώτης - Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί στη βάση του δέντρου; Εκεί μέσα βρίσκονται άλλα δώδεκα στρατιωτάκια. Θα κάνουμε ένα στρατό και θα κατακτήσουμε όλο το σπίτι, θα κυριεύσουμε το μπάνιο. Θα λεηλατήσουμε την κουζίνα και ποιος ξέρει; Μπορεί να βρούμε κανέναν άλλο στρατό και να τον κατατροπώσουμε. Μετά θα κατακτήσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο. Θα είσαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι θα σε τρέμουνε.

- Δεν θέλω να είμαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι να με τρέμουνε.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι.

Έτσι ο Τρωκτικούλης συνέχισε να σκαρφαλώνει.

Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε -σκαρφάλωνε κι εκεί που σκαρφάλωνε, συνάντησε μια κουκλίτσα. Ήταν η πιο όμορφη κουκλίτσα που είχε δει ποτέ του. Είχε ολόξανθα μαλλιά και γαλάζια φουστίτσα.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε η κουκλίτσα - για πού τόβαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Και τι θα καταλάβεις να αγγίξεις ένα αστεράκι; είπε η κουκλίτσα - Ενώ αν αγγίξεις εμένα, αν με αγκαλιάσεις, αν με φιλήσεις, αν με αγαπήσεις - ποιος ξέρει - μπορεί να σε αγαπήσω κι εγώ. Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το ροζ περιτύλιγμα και την βυσσινιά κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται ένα πανέμορφο κουκλόσπιτο, με λουλουδένια ταπετσαρία στη κρεβατοκάμαρα και μικρούλικα σερβίτσια στην τραπεζαρία. Θα ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι και θα σου τηγανίζω κάθε μέρα τυροπιτάκια και την Κυριακή θα πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.

- Δεν θέλω να ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι ούτε να μου τηγανίζεις κάθε μέρα τυροπιτάκια ούτε την Κυριακή να πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Καλά. Κάνε του κεφαλιού σου να δούμε τι θα καταλάβεις, είπε η κουκλίτσα.

Έτσι το ποντικάκι συνέχισε να σκαρφαλώνει.

- Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε και εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ναυτάκι.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το ναυτάκι - Για πού το' βαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Αστεράκι; Ποιος ο λόγος να αγγίξεις ένα αστεράκι; Γιατί να χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου με αστεράκια; -είπε το ναυτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ -πολύ - πολύ μα πάρα πολύ καλύτερο.

- Τι;

- Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το θαλασσί περιτύλιγμα και την μπλε κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται μια μπουκάλα που έχει μέσα ένα καραβάκι. Θα σπάσουμε την μπουκάλα, θα κλέψουμε το καραβάκι θα πάμε στο πιο κοντινό ρυάκι και θα σαλπάρουμε. Έχω εδώ στην τσέπη ένα χάρτη θησαυρών. Θα βγούμε στον ωκεανό και θα βρούμε τον θησαυρό. Εκατό ροζ ρουμπίνια μεγάλα σαν καρύδια και χίλια πράσινα σμαράγδια μεγάλα σαν αμύγδαλα. θα είσαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου, όλοι θα σου κάνουν υποκλίσεις και θα ζεις σε ένα τυριόροφο σπίτι.

- Δεν θέλω να είμαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου ούτε όλοι να μου κάνουν υποκλίσεις ούτε να ζω σε ένα τυριόροφο σπίτι, είπε το ποντικάκι.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι - Πως το λένε ρε παιδιά; - Θέλω να αγγίξω ένα αστεράκι. Ένα αστεράκι. Δεν θέλω ούτε να γίνω δοξασμένος στρατιώτης ποντικός, ούτε να μου τηγανίζουν τυροπιτάκια, ούτε, ούτε να μου κάνουν υποκλίσεις. Ένα αστεράκι θέλω ν' αγγίξω κι εγώ. Πως το λένε; Ένα αστεράκι.

- Καλά ντε μη φωνάζεις. Εσύ θα το μετανιώσεις... είπε το ναυτάκι

Έτσι το ποντικάκι συνέχισε ν' ανεβαίνει, να ανεβαίνει να ανεβαίνει, ώσπου έφτασε στην κορυφή του ελάτου.
Εκεί αντίκρισε το πιο όμορφο αστεράκι που είχε δει ποτέ του Φεγγοβολούσε και το έλουζε σε μια μαλαματένια λάμψη. Το ποντικάκι άπλωσε δειλά -δειλά το χεράκι του που το είχε πλύνει οχτώ φορές και τ άγγιξε. Το αστεράκι λες και ανάσανε. Έγινε ακόμα πιο ασημένιο, πιο ζεστό, πιο λαμπερό. Λες και το αγκάλιασε η φεγγοβολιά του, λες και το χάιδεψαν απαλά οι φωτεινές αχτίνες του με την πιο γλυκιά θαλπωρή που μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Το ποντικάκι αισθάνθηκε τόσο μα τόσο ευτυχισμένο. Τα μουστάκια του έτρεμαν. Τα ποδαράκια του έτρεμαν. Η ουρίτσα του έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρο από τη χαρά του. Έτρεμε τόσο πολύ που έχασε την ισορροπία του, έπεσε από το δέντρο και βρέθηκε ανάσκελα στο παχύ χαλί.

Μόλις σηκώθηκε έτρεξε αμέσως στην ποντικότρυπα για να πει τα νέα στον παππού του.

- Παππού... παππού... Το άγγιξα.

- Ποιο άγγιξες εγγονάκι μου;

- Το αστεράκι! Το άγγιξα το αστεράκι!

- Μπράβο εγγονάκι μου - καμάρωσε ο παππούς. Είσαι το πρώτο ποντικάκι στην οικογένειά μας που αγγίζει αστεράκι. -Θα χουμε να το λέμε...

Μετά το ποντικάκι βγήκε από την ποντικότρυπα και έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να δει πάλι το αστεράκι που είχε αγγίξει.

Αλλά στο μεταξύ είχε γίνει μια βλάβη του ηλεκτρικού και το αστεράκι είχε σβήσει.

- Φαίνεται ότι θα γύρισε πάλι ξανά στον ουρανό! σκέφτηκε το ποντικάκι.

Φόρεσε το παλτουδάκι του βγήκε στον κήπο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.

Χιλιάδες, μυριάδες αστέρια στραφτάλιζαν στο απέραντο στερέωμα...

Το ποντικάκι τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα του.

- Ποιο άραγε να είναι αυτό που άγγιξα; αναρωτήθηκε.

Τώρα όμως που είχε αγγίξει ένα αστεράκι ένοιωθε μια μεγάλη αυτοπεποίθηση.

- Υπάρχουν χιλιάδες ακόμα αστεράκια για να αγγίξω - σκέφτηκε.
- Αλλά αφού τα κατάφερα μια φορά, σίγουρα θα τα ξανακαταφέρω... Θα τ' αγγίξω όλα...

Κι εκεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια ένα μικρό αστεράκι τρεμόσβηνε λες και του'κλεινε το μάτι, λες και το έλεγε.

- Ναι μικρό μου ποντικάκι... Κάποια μέρα θα τ'αγγίξεις όλα...


Του Ευγένιου Τριβιζά