Τα Παιδεία Παίζει!!!


PhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucket

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Η Φεγγαρένια

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι, που ζούσε με την μαμά και τον μπαμπά της σε ένα σπιτάκι, δίπλα στην θάλασσα.
Το κοριτσάκι, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, ζητούσε από την μαμά της, να την αφήσει, να χαζέψει για λίγο το φεγγάρι, που καθρεφτιζότανε στα γαλήνια νερά της θάλασσας.

Έτσι και εκείνο το βράδυ, το κοριτσάκι, καληνύχτισε το φεγγάρι και ξάπλωσε στο κρεβατάκι της.
Ενώ κοιμότανε, είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο. Το φεγγαράκι, είχε αφήσει τον έναστρο ουρανό και πήγε να δει από κοντά το κοριτσάκι, που κοιμότανε γλυκά στο κρεβατάκι του.
«Γεια σου κοριτσάκι. Σε βλέπω κάθε βράδυ που με χαιρετάς πριν κοιμηθείς. Απόψε, αποφάσισα να έρθω να σε δω από κοντά ».
Το κοριτσάκι σάστισε, αλλά ήτανε και πολύ χαρούμενο.
«Έχω μια ιδέα, θέλεις να σε πάω μια βόλτα ψηλά στον ουρανό?», της είπε το φεγγαράκι.
«Ναι, το θέλω πολύ», είπε χαρούμενα το κοριτσάκι.
«Κρατήσου γερά από πάνω μου και ετοιμάσου να σου δείξω τον δικό μου κόσμο», είπε χαμογελώντας το φεγγαράκι.

Πράγματι, σε λίγο, το κοριτσάκι είχε ανέβει στην πλάτη του φεγγαριού και μαζί ταξιδεύανε στα σύννεφα.
«Αλήθεια, πως σε λένε?» ρώτησε το φεγγαράκι. Όμως το κοριτσάκι, ήτανε τόσο ενθουσιασμένο, που κοιτούσε γύρω της, χωρίς να μιλάει.
«Εντάξει, για απόψε, λοιπόν, θα είσαι η…φεγγαρένια» και γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους.
« Που πάμε τώρα?» ρώτησε το κοριτσάκι.
«Στα σύννεφα, να μόλις φτάσαμε».

Η φεγγαρένια, τότε, πήδησε από την πλάτη του και έτρεξε πάνω στα σύννεφα. Χοροπηδούσε με την ψυχή της και γελούσε.
« Είναι τόσο όμορφα εδώ πέρα, και τα σύννεφα είναι τόσο μαλακά σαν βαμβάκι», είπε η φεγγαρένια.
«Έλα, ανέβα πάλι να φύγουμε, έχουμε και σε άλλα μέρη να πάμε».
«Ναι, ναι, πάμε», φώναξε η φεγγαρένια.
«Ετοιμάσου να δεις όλα τα αστέρια του ουρανού», είπε το φεγγαράκι και της χαμογέλασε.
Η φεγγαρένια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά στα μάτια της, κείτονταν δεκάδες λαμπερά αστέρια. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί τόσα πολλά μαζί. Ήθελε να τα μετρήσει, μα ζαλιζότανε από το λαμπερό φως των αστεριών.

«Είναι τόσα πολλά, αλλά που κρύβονται κάθε βράδυ τόσα αστέρια?», ρώτησε το κοριτσάκι.
«Υπάρχουν πάντα στον ουρανό, φεγγαρένια, απλώς μερικές φορές τα κρύβουνε τα σύννεφα, για αυτό δεν τα βλέπεις όλα. Άλλωστε είμαστε τόσο κοντά τώρα. Περίμενε λίγο», είπε το φεγγαράκι.

Τότε, το φεγγαράκι, άπλωσε το χέρι του και τράβηξε ένα αστέρι μικρό αλλά τόσο φωτεινό όπως όλα τα άλλα.
«Αυτό το αστέρι στο χαρίζω, είναι δικό σου φεγγαρένια. Το βράδυ πριν κοιμηθείς να το έχεις κάτω από το μαξιλάρι σου και να θυμάσαι, ότι θα είναι εκεί μαζί σου και δεν θα φοβάσαι τίποτα πια. Όμως να το φυλάξεις καλά», είπε το φεγγαράκι.

«Θα το φυλάξω στο μπαουλάκι μου, και θα το κλειδώσω με το κλειδάκι του.
Δεν θα το χάσω ποτέ», είπε η φεγγαρένια με δάκρυα χαράς στα ματάκια της.
«Ανέβα στην πλάτη μου, έχουμε να δούμε και κάτι άλλο», είπε το φεγγαράκι.

Η φεγγαρένια, ανέβηκε στην πλάτη του, βάζοντας το αστέρι που της χάρισε, βαθιά μέσα στην τσεπούλα της.
Πράγματι, αμέσως μετά, φτάσανε σε μια μεγάλη πόρτα με ψηλά ξύλινα κάγκελα. Πίσω από τα κάγκελα όμως η φεγγαρένια, διέκρινε πλήθος από πολύχρωμα λουλούδια, όλων των χρωμάτων.
«Τι είναι εδώ?» ρώτησε η φεγγαρένια.
«Εδώ είναι ο κήπος του ουρανού. Μέσα στον κήπο, θα βρεις πολύχρωμα και μοσχομυριστά λουλούδια».
«Είναι απίστευτο! Μπορώ να τα δω από κοντά?», ρώτησε η μικρή φεγγαρένια και πριν προλάβει να της απαντήσει το φεγγαράκι, η μικρή βρισκόταν ήδη μέσα στον τεράστιο κήπο.
«Είναι όλα τόσα όμορφα, και μυρίζουνε τόσο ωραία. Αλλά, φεγγαράκι, ποιος τα ποτίζει όλα αυτά τα λουλούδια?» είπε με απορία η φεγγαρένια.
« Μα φυσικά τα σύννεφα. Μια φορά την ημέρα, τα σύννεφα μαζεύονται πάνω από τον κήπο και ρίχνουνε βροχή, ώστε τα λουλούδια μας, να παραμείνουνε για πάντα δροσερά και φρέσκα».

Η φεγγαρένια, έτρεξε ανάμεσα στα λουλούδια, χώνοντας την μυτούλα της ανάμεσα στα πέταλα τους. Άρχισε να στριφογυρνάει χαρούμενα γύρω τους και να ανασαίνει δυνατά, προσπαθώντας να φυλακίσει, όσο περισσότερο μπορούσε μέσα της, από την ευωδιά των λουλουδιών.
«Αν θέλεις, μπορείς να κόψεις ένα λουλούδι, όμως πρόσεχε να διαλέξεις ένα χωρίς αγκάθια», της είπε το φεγγαράκι.

Η μικρή φεγγαρένια, έκοψε ένα λουλουδάκι, που μύριζε υπέροχα και είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου πάνω του. Έμεινε να το κοιτάζει έκθαμβη και το έχωσε και αυτό στην τσεπούλα της.
«Είναι ώρα να φύγουμε», της είπε το φεγγαράκι.

Με γοργά βήματα, η φεγγαρένια ανέβηκε για άλλη μια φορά στην πλάτη του φεγγαριού και έγειρε πάνω του. Ήταν τόσο κουρασμένη, αλλά συνάμα πολύ ευτυχισμένη. Δεν έβλεπε την ώρα, να γυρίσει στο σπίτι της και να εξιστορήσει την ωραία περιπέτεια της στην μαμά της. Όμως, τώρα που το καλοσκεφτότανε, θα την πίστευε η μαμά της?
Με όλες αυτές τις σκέψεις να περνάνε στο κεφαλάκι της και η μικρή φεγγαρένια να χαζεύει από ψηλά τα σπίτια που ξεπρόβαλαν κάτω από τα πόδια της, την θάλασσα που χάιδευε απαλά τις δαντελένιες ακτές του νησιού της, έφτασαν και πάλι στο δωμάτιο της.

«Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, να θυμάσαι ότι θα είσαι για πάντα η καλύτερη μου φίλη», είπε το φεγγαράκι.
« Θα σε ξαναδώ ποτέ?» ρώτησε η φεγγαρένια.
« Θα προσπαθήσω, αλλά να ξέρεις πως εγώ θα σε βλέπω και θα σε καληνυχτίζω τα βράδια πριν κοιμηθείς».

Το κοριτσάκι, άνοιξε το μπαουλάκι της και έβαλε το αστεράκι μέσα. Τότε του ψιθύρισε. «Δεν θα σε αφήσω ποτέ μου».

Ύστερα, ξάπλωσε και έγειρε να κοιμηθεί. Θυμήθηκε όμως το λουλούδι που είχε βάλει μέσα στην τσεπούλα της πιζάμας της. Το έβγαλε και το κράτησε στα χεράκια της, μέχρι που και η ίδια αποκοιμήθηκε γλυκά, μέχρι που ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό και φώτισε το δωμάτιο του μικρού κοριτσιού.

«Καλημέρα Ελενίτσα, ξύπνα αγάπη μου, είναι ώρα να ετοιμαστείς, να πας σχολείο», άκουσε την φωνή της μαμά της.

Η μικρή Ελενίτσα, έτριψε τα μάτια της και αγκάλιασε την μαμά της χαρούμενα.

«Τι έγινε και είσαι τόσο χαρούμενη, είδες μήπως κανένα όμορφο όνειρο?», είπε χαμογελώντας η μαμά της.
« Μαμά μου, εχθές το βράδυ ήρθε το φεγγαράκι και με πήγε βόλτα…», βιάστηκε να πει η μικρή Ελενίτσα.
« Ναι αγάπη μου, έλα να πιεις το γάλα σου τώρα», είπε η μαμά χασκογελώντας από την ιστορία της κορούλας της.

Η μικρή Ελενίτσα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε να ακολουθήσει την μαμά της. Τότε έγινε κάτι που την συγκλόνισε. Στο πάτωμα κάτω, βρισκότανε το λουλούδι που κρατούσε το βράδυ στα χεράκια της.
Η Ελενίτσα χαμογέλασε ευτυχισμένη και έτρεξε γρήγορα να ετοιμαστεί για το σχολείο της, τόσο χαρούμενη όσο ποτέ άλλοτε.

Το παραμυθάκι αυτό το ανακάλυψα στο μπλογκ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ .Είναι γραμμένο από την Χριστίνα Ιωαννίδου η οποία το έχει δημοσιεύσει στη σελίδα stixoi.info

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

To ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αστεράκι


Ήταν κάποτε ένας ποντικούλης που το λέγανεΠοντικούλης Τρωκτικούλη.
Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό, ήθελε να τα αγγίξει.

- Παππού - έλεγε στον παππού του - σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου απαντούσε ο παππούς του. Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.

- Μα γιατί είναι τόσο ψηλά παππού;

- Είναι τόσο ψηλά για να μην τα αγγίζουνε τα ποντικάκια και λερώνεται η ασημόσκονή τους.

- Εγώ όμως παππού μια μέρα, να το δεις, θα αγγίξω ένα αστεράκι. Αλλά προτού το αγγίξω, θα πλύνω καλά- καλά τα χεράκια μου για να μην λερώσω την ασημόσκονη του.

Και τι δεν έκανε ο Τρωκτικούλης για να αγγίξει ένα αστεράκι. Έπαιρνε φόρα και πηδούσε με όλη του την δύναμη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Σκαρφάλωνε σε σκουπόξυλα. Σκαρφάλωνε σε τηλεγραφόξυλα. Σκαρφάλωνε σε κεραίες τηλεόρασης. Σκαρφάλωνε σε καμπαναριά. Τίποτα όμως. Όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να αγγίξει ένα αστεράκι.

- Ίσως είχε δίκιο ο παπούλης σκεφτόταν - Ίσως να μην αγγίξω ποτέ στην ζωή μου αστεράκι. Αλλά πάλι, το θέλω τόσο πολύ, που -ποιος ξέρει- ίσως κάποια μέρα να τα καταφέρω.

- Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες ώσπου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ βγήκε ο Τρωκτικούλης από την ποντικότρυπα του και τι να δει; Ένα στολισμένο έλατο στην μέση του σαλονιού και στην κορφή του ελάτου ένα ασημένιο αστεράκι.

Ο Τρωκτικούλης, έτριψε τα μάτια του σαστισμένος, έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά του, έκανε μπροστά, έκανε πίσω και έτρεξε στην ποντικοφωλιά του.

- Παππού! παππού! Έλα να δεις! ένα δέντρο φύτρωσε στη μέση του σαλονιού και στην κορυφή του έχει ένα αστεράκι.

- Είσαι σίγουρος εγγονάκι μου.

- Άμα σου λέω παππού! Θα το αγγίξω. Δεν μου ξεφεύγει! θα το αγγίξω.

Έτσι λοιπόν ο τρωκτικούλης έπλυνε τα χέρια του και για καλό και για κακό σαπούνισε τα ποδαράκια του και τα μουστάκια του και την ουρίτσα του και άρχισε να σκαρφαλώνει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε.

Εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ξύλινο στρατιωτάκι. Φορούσε φανταχτερή στολή και στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπαθί.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το στρατιωτάκι - Για πού το'βαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι

- Αστεράκι; Τι νόημα έχει να αγγίξεις ένα αστεράκι; - είπε το στρατιωτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ καλύτερο.

- Δηλαδή;

- Να γίνεις και συ στρατιώτης - Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί στη βάση του δέντρου; Εκεί μέσα βρίσκονται άλλα δώδεκα στρατιωτάκια. Θα κάνουμε ένα στρατό και θα κατακτήσουμε όλο το σπίτι, θα κυριεύσουμε το μπάνιο. Θα λεηλατήσουμε την κουζίνα και ποιος ξέρει; Μπορεί να βρούμε κανέναν άλλο στρατό και να τον κατατροπώσουμε. Μετά θα κατακτήσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο. Θα είσαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι θα σε τρέμουνε.

- Δεν θέλω να είμαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι να με τρέμουνε.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι.

Έτσι ο Τρωκτικούλης συνέχισε να σκαρφαλώνει.

Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε -σκαρφάλωνε κι εκεί που σκαρφάλωνε, συνάντησε μια κουκλίτσα. Ήταν η πιο όμορφη κουκλίτσα που είχε δει ποτέ του. Είχε ολόξανθα μαλλιά και γαλάζια φουστίτσα.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε η κουκλίτσα - για πού τόβαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Και τι θα καταλάβεις να αγγίξεις ένα αστεράκι; είπε η κουκλίτσα - Ενώ αν αγγίξεις εμένα, αν με αγκαλιάσεις, αν με φιλήσεις, αν με αγαπήσεις - ποιος ξέρει - μπορεί να σε αγαπήσω κι εγώ. Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το ροζ περιτύλιγμα και την βυσσινιά κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται ένα πανέμορφο κουκλόσπιτο, με λουλουδένια ταπετσαρία στη κρεβατοκάμαρα και μικρούλικα σερβίτσια στην τραπεζαρία. Θα ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι και θα σου τηγανίζω κάθε μέρα τυροπιτάκια και την Κυριακή θα πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.

- Δεν θέλω να ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι ούτε να μου τηγανίζεις κάθε μέρα τυροπιτάκια ούτε την Κυριακή να πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Καλά. Κάνε του κεφαλιού σου να δούμε τι θα καταλάβεις, είπε η κουκλίτσα.

Έτσι το ποντικάκι συνέχισε να σκαρφαλώνει.

- Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε και εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ναυτάκι.

- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το ναυτάκι - Για πού το' βαλες;

- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.

- Αστεράκι; Ποιος ο λόγος να αγγίξεις ένα αστεράκι; Γιατί να χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου με αστεράκια; -είπε το ναυτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ -πολύ - πολύ μα πάρα πολύ καλύτερο.

- Τι;

- Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το θαλασσί περιτύλιγμα και την μπλε κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται μια μπουκάλα που έχει μέσα ένα καραβάκι. Θα σπάσουμε την μπουκάλα, θα κλέψουμε το καραβάκι θα πάμε στο πιο κοντινό ρυάκι και θα σαλπάρουμε. Έχω εδώ στην τσέπη ένα χάρτη θησαυρών. Θα βγούμε στον ωκεανό και θα βρούμε τον θησαυρό. Εκατό ροζ ρουμπίνια μεγάλα σαν καρύδια και χίλια πράσινα σμαράγδια μεγάλα σαν αμύγδαλα. θα είσαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου, όλοι θα σου κάνουν υποκλίσεις και θα ζεις σε ένα τυριόροφο σπίτι.

- Δεν θέλω να είμαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου ούτε όλοι να μου κάνουν υποκλίσεις ούτε να ζω σε ένα τυριόροφο σπίτι, είπε το ποντικάκι.

- Τι θέλεις;

- Να αγγίξω ένα αστεράκι - Πως το λένε ρε παιδιά; - Θέλω να αγγίξω ένα αστεράκι. Ένα αστεράκι. Δεν θέλω ούτε να γίνω δοξασμένος στρατιώτης ποντικός, ούτε να μου τηγανίζουν τυροπιτάκια, ούτε, ούτε να μου κάνουν υποκλίσεις. Ένα αστεράκι θέλω ν' αγγίξω κι εγώ. Πως το λένε; Ένα αστεράκι.

- Καλά ντε μη φωνάζεις. Εσύ θα το μετανιώσεις... είπε το ναυτάκι

Έτσι το ποντικάκι συνέχισε ν' ανεβαίνει, να ανεβαίνει να ανεβαίνει, ώσπου έφτασε στην κορυφή του ελάτου.
Εκεί αντίκρισε το πιο όμορφο αστεράκι που είχε δει ποτέ του Φεγγοβολούσε και το έλουζε σε μια μαλαματένια λάμψη. Το ποντικάκι άπλωσε δειλά -δειλά το χεράκι του που το είχε πλύνει οχτώ φορές και τ άγγιξε. Το αστεράκι λες και ανάσανε. Έγινε ακόμα πιο ασημένιο, πιο ζεστό, πιο λαμπερό. Λες και το αγκάλιασε η φεγγοβολιά του, λες και το χάιδεψαν απαλά οι φωτεινές αχτίνες του με την πιο γλυκιά θαλπωρή που μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Το ποντικάκι αισθάνθηκε τόσο μα τόσο ευτυχισμένο. Τα μουστάκια του έτρεμαν. Τα ποδαράκια του έτρεμαν. Η ουρίτσα του έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρο από τη χαρά του. Έτρεμε τόσο πολύ που έχασε την ισορροπία του, έπεσε από το δέντρο και βρέθηκε ανάσκελα στο παχύ χαλί.

Μόλις σηκώθηκε έτρεξε αμέσως στην ποντικότρυπα για να πει τα νέα στον παππού του.

- Παππού... παππού... Το άγγιξα.

- Ποιο άγγιξες εγγονάκι μου;

- Το αστεράκι! Το άγγιξα το αστεράκι!

- Μπράβο εγγονάκι μου - καμάρωσε ο παππούς. Είσαι το πρώτο ποντικάκι στην οικογένειά μας που αγγίζει αστεράκι. -Θα χουμε να το λέμε...

Μετά το ποντικάκι βγήκε από την ποντικότρυπα και έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να δει πάλι το αστεράκι που είχε αγγίξει.

Αλλά στο μεταξύ είχε γίνει μια βλάβη του ηλεκτρικού και το αστεράκι είχε σβήσει.

- Φαίνεται ότι θα γύρισε πάλι ξανά στον ουρανό! σκέφτηκε το ποντικάκι.

Φόρεσε το παλτουδάκι του βγήκε στον κήπο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.

Χιλιάδες, μυριάδες αστέρια στραφτάλιζαν στο απέραντο στερέωμα...

Το ποντικάκι τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα του.

- Ποιο άραγε να είναι αυτό που άγγιξα; αναρωτήθηκε.

Τώρα όμως που είχε αγγίξει ένα αστεράκι ένοιωθε μια μεγάλη αυτοπεποίθηση.

- Υπάρχουν χιλιάδες ακόμα αστεράκια για να αγγίξω - σκέφτηκε.
- Αλλά αφού τα κατάφερα μια φορά, σίγουρα θα τα ξανακαταφέρω... Θα τ' αγγίξω όλα...

Κι εκεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια ένα μικρό αστεράκι τρεμόσβηνε λες και του'κλεινε το μάτι, λες και το έλεγε.

- Ναι μικρό μου ποντικάκι... Κάποια μέρα θα τ'αγγίξεις όλα...


Του Ευγένιου Τριβιζά

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Το Χοντρό Μπιζέλι - Παιδικό τραγουδάκι

Ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων....

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Ο ερωτευμένος Άνεμος (Ινδιάνικο παραμύθι)


Πριν πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πόσα ακριβώς, σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια φυλή ινδιάνων. Ο ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και νέα κόρη που όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα. Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός, τον επισκέφτηκε ο Άνεμος και του είπε: - "Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη. Θα μου τη δώσεις να γίνει γυναίκα μου;" - "Όχι", του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς να δεχτεί δεύτερη κουβέντα. Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της, - "Πατέρα, αγαπάω τον Άνεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα του και να γίνω γυναίκα του;" - "Όχι", της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. "Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο Άνεμος ήταν παιδί, συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του." Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σε ένα αδιαπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον Άνεμο. - "Ο Άνεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκόδασος, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα", σκέφτηκε δυνατά. Όμως ο Άνεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη. Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο Άνεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα από τα δέντρα. Έψαξε αρκετά παρ' όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε να βρει τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος. Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως ο αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακριά τους. Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το βορρά. Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα στέγαζε τον έρωτα τους. Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και την έκανε γυναίκα του. Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας από τους δύο δε μπορούσε να σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Όμως ο πατέρας της κοπέλας τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους. Τότε ο Άνεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του Άνεμου που τον άφησε αναίσθητο. Όταν ο άνεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει. Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της στο Μεγάλο-Νερό. - "Έλα μαζί μου," άρχισε να της φωνάζει με απελπισία. Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα. Ο Άνεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της, είχε ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος. Ο Άνεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο κανό. - "Ας αναποδογυρίσει", σκέφτηκε. "Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα μου ασφαλή στην ξηρά." Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό. - "Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου", φώναζε ο άνεμος στην κοπέλα. Μα δε θυμόταν πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του. Κι έτσι η κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης. Κι ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο Άνεμος δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει. Όταν ο Άνεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του, γέμισε θλίψη και άρχισε να αγριεύει. - "Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα" έλεγαν οι ινδιάνοι μεταξύ τους ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχθούν μέσα στα αντίσκηνα τους. Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτοντας στο νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι στο φεγγάρι. Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο, όπως ήταν τη στιγμή που τρομαγμένη έπεσε από το κανό. Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη, προσπαθώντας να βρει τον αγαπημένο της Άνεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος. Ο Άνεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει ανάμεσα στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται να κοιτάξει ψηλά στο φεγγάρι...
Florence Holbrook " The Book of Nature Myths", 1904

Φτιάξτε όλοι τα δικά σας παραμύθια...

Εγώ έχω το δικό μου...!