Ο Αγγελάκος ήξερε πως ούτε κι αυτή την Πρωτοχρονιά θα ερχόταν η αδερφή του, κι ας έλειπε τόσο καιρό στην άγνωστη ξενιτιά. Από τότε που ξαφνικά την πήραν με εκείνο το πένθιμο αυτοκίνητο απ' το σπίτι κι όλο την έδιωχνε με τις θεόρατες χερούκλες του ο χειμωνιάτικος άνεμος, η Ροδούλα δεν ξαναγύρισε πια, έστω για να τους δει μιαν ώρα που έκλαιγαν και τη γύρευαν. Και το παιδί, ένα τόσο δα αγόρι που δεν καταλάβαινε ούτε και δικαιολογούσε τι σημαίνει συγκοπή καρδιάς και θάνατος, έβγαινε κάθε μέρα στους δρόμους και τη φώναζε με τ'όνομά της όλο πόνο και νοσταλγία:
- Ροδούλα! Ε, Ροδούλα...
Μα από κάθε γωνιά της γής, απ' τα δέντρα και τις πέτρες, ξεπήδαγε ο ίδιος πάντα αντίλαλος. Άλλοτε δυνατός και λυπημένος, άλλοτε λειψός:
"Ροδουλα! Ε, Ροδούλα..."
Η ίδια όμως δε φαινόταν πουθενά! Ούτε με το τριανταφυλλένιο φορεματάκι και το φιόγκο στα μαλλιά που την είδε για τελευταία φορά ξαπλωμένη σε κείνο το άσπρο φέρετρο να κοιμάται τόσο βαριά και ασάλευτα, ούτε καν με τη γαλάζια ποδίτσα του σχολείου που πήγαινε το πρωί κι ερχόταν το μεσημέρι παίζοντας ανέβα μήλο - κατέβα ρόδι την τσάντα της. Ούτε έστω με το κάτασπρο νυχτικούλι της καθώς η αδερφούλα του, νωρίς το βράδυ, στεκόταν μπρός στο εικονοστάσι λέγοντας μεγαλόφωνα την προσευχή της για τους γονιούς και τον αδερφό της, για το γάτο και την καρδερίνα τους, για όλο τον κόσμο.
Ο Αγγελάκος ρώταγε κάποτε τη μάνα του για τη Ροδούλα και τ' αυτοκίνητο:
- Και πήγε μακριά, μάνα;
- Ναι, παιδί μου. Πολύ μακριά: όσο δεν τη φτάνει κανείς.
- Και δε μπορεί να γυρίσει στο σπίτι;
- Πως να 'ρθει, Αγγελάκο μου! Χάλασε πια τ' αυτοκίνητο που την πήρε. Χάλασε και δεν ξαναγίνεται...
- Για φαντάσου, μάνα, να μην ξαναγίνεται!
Φέτος την παραμονή της Πρωτοχρονιάς την αναζήτησε και την πόνεσε πιο πολύ απ' όλο τον άλλο καιρό. Οι φίλοι του της γειτονιάς είχαν ταξιδέψει τις μέρες εκείνες με τους δικούς τους άλλοι για την Αθήνα κι άλλοι για κάτι χωριά της Ρούμελης κι ο Αγγελάκος έμεινε έρμος απ' τη συντροφιά τους.
Ωστόσο, εκείνο που τον έκανε περισσότερο να την θυμηθεί, ήταν πως λίγο πριν φύγει η Ροδούλα για πάντα απ' το σπίτι, σίμωναν οι γιορτές και παρακαλούσε τον πατέρα και τη μάνα να της πάρουν για μποναμά μια ξανθιά κουκλίτσα με ροζ δαντελένιο φόρεμα και με μαύρα μάτια που να τ' ανοίγει και να τα κλείνει. Μα δεν είχε προφτάσει! Οι κούκλες που έφερε ο Αγιοβασίλης μαζί του απ' την Καισαρεία, άργησαν πάνω από μια βδομάδα, κι η Ροδούλα δεν είχε το κουράγιο να τις περιμένει...
Ο Αγγελάκος λοιπόν κάθισε και σκέφτηκε: "Καλά τότε που η ίδια βιάστηκε κι εκείνες δεν ήρθαν πιο νωρίς! Φέτος όμως... Δεν πρέπει να πάρει, έστω ένα χρόνο αργότερα, το μποναμά της;
Η ώρα έτρεχε φτεροκοπώντας και το παιδί πήρε αμέσως την απόφασή του: νωρίς νωρίς τ' απόγεμα ξεχύθηκε στην αγορά! Ανακατεύτηκε μέσα στην πολύβουη κίνηση, γύρισε από βιτρίνα σε βιτρίνα, έψαξε ολούθε... Που ήταν η κούκλα που ήθελε η Ροδούλα; Που!
Όταν επιτέλους την είδε σε κάποιο μαγαζί ανάμεσα σ' ένα σωρό άλλα παιχνίδια, άλλα κουρδιστά κι άλλα ξύλινα ή πλαστικά, νόμισε ότι εκείνη άπλωσε απότομα τα δυο μισόγυμνα λεπτοκαμωμένα χεράκια της και του ζήτησε να την πάρει. Του φάνηκε ακόμα πως άνοιξε τάχα και τα κατακόκκινα χείλη της και του μίλησε με το μικρό του όνομα, τόσο τρυφερά κι αγαπημένα, σαν να τον ήξερε από καιρό.
Ο Αγγελάκος σοφίστηκε πρόχειρα ένα ψέμα, μπήκε μέσα στο μαγαζί κι είπε να του δώσουν την κούκλα.
- Μ' έστειλε ο πατέρας μου, συλλάβισε με κόπο, και να την χρεώστε στο λογαριασμό μας.
-Καλά αγόρι μου! αποκρίθηκε πρόθυμα και καλοσυνάτα ο μαγαζάτορας. Θα την πάρεις αμέσως...
- Σας ευχαριστώ, κύριε.
- Είναι για την ξαδερφούλα σου; ρώτησε πάλι με χαμόγελο ο μαγαζάτορας.
Το παιδί δυσκολεύτηκε ν' απαντήσει με δεύτερο ψέμα, μα στο τέλος κατάφερε να μουρμουρίσει δειλά, κατεβάζοντας τα μάτια:
-Και βέβαια... Γι' αυτήν. Πως το καταλάβατε!
Από κεί, κρατώντας κάτω απ' τη μασχάλη του την κούκλα μέσα σε ένα στενόμακρο κουτί, τυλιγμένο όμορφα και δεμένο με μια χρυσοκλωστή, ο Αγγελάκος μπλέχτηκε ανάμεσα στον κόσμο και τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο κοιμητήρι.
Είχε ρωτήσει κι είχε πια μάθει που θα 'βρισκε τη Ροδούλα. Ήταν, λέει, κάτω από λίγο ανασηκωμένο χώμα κοντά σ' ένα μαρμάρινο κενοτάφιο με τη μορφή ενός γέρου ανθρώπου. Και στη μιαν άκρη, λέει, στο χώμα έστεκε ένας άσπρος σταυρός με τ' όνομά της και μια μικρή φωτογραφία πίσω από ένα τζάμι, θαμπό απ' τα πυρωμένα δάκρυα της μάνας τους.
Το παιδί έτρεχε σαν να το κυνηγούσαν - θες ο μαγαζάτορας που θα 'χε μάθει το ψέμα, θες οι άνθρωποι φωνάζοντας το "κλέφτη", θες όμως η μνήμη της Ροδούλας που το 'βιαζε να φτάσει σύντομα στον προορισμό του. Στη σπουδή του απάνω σκούνταγε πότε πότε κανένα διαβάτη, σκόνταφτε, κινδύνευε να πέσει - μα δεν το 'νοιαζε τίποτα! Μονάχα όταν από μακριά φάνηκε η μάντρα του κοιμητηρίου πνιγμένη στα κυπαρίσσια, στάθηκε να ξανασάνει. Από κει και πέρα ερχόταν μια καταθλιπτική σιωπή, κι ένα δέος που λύγιζε τα γόνατα.
Έφεγγε ακόμα η μέρα. Κι από την πόλη ξέμακρα φτεροκοπούσαν ως εκεί, λιπόψυχες βέβαια, οι φωνές του κόσμου που στριμωχνόταν στις πόρτες του χρόνου φωνάζοντας ή και κλαίγοντας να καλωσορίσει τον Αγιοβασίλη...
Ο Αγγελάκος μπήκε απ' την μεγάλη σιδερένια πόρτα του κοιμητηρίου, βρήκε σε λίγο το μαρμάρινο κενοτάφιο, είδε το γέρο άνθρωπο, κομμένον ως τη μέση, που τον κοίταζε με τα τυφλά του μάτια, και στάθηκε μπρος στ' ανασηκωμένο χώμα που σκέπαζε τη Ροδούλα. Η αδερφή του είχε τ' όνομά της στο σταυρό και μεσ' από ένα θαμπό τζάμι τον ατένιζε με κάποιο χαμόγελο, που ωστόσο δεν της σάλευε τα χείλη.
Δεν παραξενεύτηκε ωστόσο, δεν τρόμαξε το παιδί. Ίσα ίσα, ξετύλιξε το κουτί, έβγαλε με προσοχή την κούκλα και την απίθωσε τρυφερά τρυφερά πάνω στο χώμα. Τα μαλλιά της ήταν, όπως τα 'θελε η αδερφή του, ξανθά, μα χρύσισαν πιο πολύ καθώς ο ήλιος τα χάιδεψε με τα χέρια του για ύστερη φορά. Και τα μάτια της σαν ν' άστραψαν από κάποια περίεργη χαρά.
Ύστερα, ο Αγγελάκος έσκυψε, γονάτισε στο μνήμα και φώναξε στη νεκρή:
- Ροδούλα! Ε, Ροδούλα...Μ' ακούς;
Εκείνη βέβαια δεν τον άκουγε.
- Σου έφερα, καλέ, την κούκλα! της είπε πιο πρόσχαρα. Αύριο είναι Πρωτοχρονιά, Ροδούλα, χρόνια πολλά... Μ' ακούς;
Και πάλι η νεκρή σώπαινε.
"Θα κοιμάται", σκέφτηκε το παιδί. Και ζύγωσε πιο κοντά της, ακουμπώντας το μάγουλο του στο χώμα.
- Μόλις ξυπνήσεις, της μουρμούρισε, ν' απλώσεις τα χεράκια σου να πάρεις την κούκλα που σου 'φερα. Είναι ο μποναμάς σου Ροδούλα. Από μένα...
Στα χέρια του Άγγελου απόμενε άδειο το κουτί και η χρυσοκλωστή, λυμένη κι άχαρη.
Τάκης Δόξας "Λούνα Πάρκ"
Εκδόσεις "ΑΛΚΑΙΟΣ"