Τα Παιδεία Παίζει!!!


PhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucket

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Ο γέρος και τα τρία αδέλφια

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και κίνησαν να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά. Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά και κάθισαν σε μια βρύση κοντά να φάνε και να ξεκουραστούνε.
Εκεί που έτρωγαν, βλέπουν κι έρχεται ένας γέρος με το μπαστουνάκι του και τους χαιρετά:
-Ώρα καλή παλληκάρια!
- Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα και το μικρότερο έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε :
- Κάθισε παππούλη, και να λιγάκι ψωμί να φας.
Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε.

Εκεί στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια. Λέει ο γέρος του μεγαλύτερου παιδιού:
- Τι θα ήθελες παιδί μου, να έχεις εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι;
- Θα ήθελα, του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν πρόβατα και να ήταν δικά μου.
- Καλά, λέει ο γέρος. Αν όμως ερχόταν κανένας φτωχός και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άμα είχες τόσα πρόβατα;
- Θα του έδινα, λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, γάλα, τυρί, μυτζήθρα, ό,τι ήθελε.

Ταπ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα κοράκια πρόβατα. Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα.
Σηκώθηκε το παιδί, μάζεψε τα πρόβατα κι έμεινε εκεί.

Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο. Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο. Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύτερο:
- Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου, να έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι;
- Εγώ θα ήθελα παππούλη, όλα αυτά τα πουρνάρια να γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου, είπε το παιδί.
- Καλά, του λέει ο γέρος. Αφού θα χεις τόσο λάδι, θα δίνεις και κανενός φτωχού;
- Θα δίνω, του λέει.

Ταπ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές. Και το παιδί αυτό, απόμεινε εκεί κι έκανε μαγαζιά, γέμιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια.

Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονάχος με το γέρο και πήραν πάλι δρόμο. Σαν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι, κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουραστούν. Λέει ο γέρος του παιδιού:
- Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε;
- Εγώ παππούλη θα ήθελα από αυτή τη βρύση να τρέχει μέλι.
- Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι, άμα σου ζητούν;
- Θα δίνω.

Ταπ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσως άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση. Απόμεινε και το παιδί στο σταυροδρόμι, πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους.

Ο γέρος έφυγε, πήγε στη δουλειά του.

Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, το παιδί άφηκε έναν υπηρέτη στη βρύση να μοιράζει μέλι, κι αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του γιατί τα πεθύμησε.
Εκεί που πήγαινε, κοιτάζει για ελιές, βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια. Πάει παρέκει, κοιτάζει για πρόβατα, βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά ούτε τσέλιγκα
Κει που στεκόταν κι απορούσε, βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει:
- Είδες; Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν! Δεν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους εχάρισα. Γι' αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω τις ελιές και τα πρόβατα. Συ όμως στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή μου!

Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο γέρος έγινεν άφαντος...


(Από το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ,
ΕΚΔΟΤΑΙ Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ, ΑΘΗΝΑΙ)

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Ο μύθος της δεκαοχτούρας!

Όταν ήμουνα μικρή τα καλοκαίρια οι δικοί μου με πήγαιναν στο σπίτι της γιαγιάς μου η οποία έμενε δίπλα στο βουνό.Εκεί λοιπόν είχαμε μια πολύ μεγάλη και όμορφη αυλή γεμάτη πολύχρωμα και ευωδιαστά τριαντάφυλλα και στο πλάι δύο μεγάλα πεύκα με μια κρεμασμένη κούνια.Κάθε μέρα έβγαινα και έπαιζα και μου κάνανε παρέα τα πουλιά.Μια μέρα ρώτησα τη γιαγιά μου τι πουλιά είναι αυτά και μου απάντησε πως λέγονται δεκαοχτούρες.Γεμάτη χαρά και θαυμασμό για τη νέα πληροφορία τις χάζευα ώρες και άκουγα τον ήχο τους.Κάποια στιγμή η γιαγιά μου μου είπε αν ξέρω τον μύθο της δεκαοχτούρας και της απάντησα όχι και τότε μου είπε:


Ήταν κάποτε μια πανέμορφη κοπέλα.Ήταν πολύ νοικοκυρά και τακτική.Ήταν καλή μαγείρισσα και όλα τα παλικάρια την ήθελαν για γυναίκα τους κι όλες οι πεθερές για νύφη.Εκείνη όμως αγάπησε ένα παλικάρι όμορφο κι αυτό που όμως η μάνα του δεν την ήθελε γιατί τη ζήλευε.Το παλικάρι δεν άκουσε τη μάνα του και παντρεύτηκε την κοπέλα κι ήταν πολύ χαρούμενοι και οι δύο.Η πεθερά όμως πάντα προσπαθούσε να τους χωρίσει.Μείωνε την κοπέλα.Την έβαζε να κάνει όλες τις δουλειές και να καθαρίζει τα καθαρά,την έστελνε για θελήματα και ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένη.Η καημένη η κοπέλα τα έκανε όλα αγόγγυστα και χωρίς να κάνει ποτέ κανένα παράπονο,ελπίζοντας κάποια μέρα να καταλάβει η πεθερά και να την αγαπήσει.

Μια μέρα η πεθερά σκεφτόταν τι να την βάλει να κάνει κι έτσι αποφάσισε να της ζητήσει να κάνει 18 ψωμιά.Η κοπέλα έπεσε στη δουλειά και ως το μεσημέρι τα είχε κιόλας τελειώσει όμως η πεθερά έσκασε από το κακό της και σκεφτόταν τι να κάνει για να την πικράνει.Όταν γύρισε λοιπόν ο γιος από τη δουλειά,πήγε και τον έπιασε και κατηγόρησε την κοπέλα ότι ενώ είχε ψήσει 19 ψωμιά το ένα το έφαγε όλο μόνη της.Ο άντρας της δε μίλησε κι έτσι η μάνα του άρχισε να λέει παντού πως η νύφη της έψησε 19 ψωμιά και το ένα το έφαγε μόνη της.Η κοπέλα δεν άντεξε άλλο και πικραμένη άρχισε να τριγυρνάει φωνάζοντας 18,18ψωμιά,18.Από την πίκρα και τη στεναχώρια της η κοπέλα τρελάθηκε κι ο Θεός που είχε δει την αδικία και την κακία της πεθεράς την έκανε πουλί.
Το πουλί αυτό είναι η δεκαοχτούρα που γυρνάει ακόμα και φωνάζει 18 προσπαθώντας να βρει το δίκιο της!


Οι δεκαοχτούρες για μένα είναι κάτι πολύ αγαπημένο!Σε όλη μου τη ζωή τις άκουγα και πάντα σκεφτόμουν το μύθο,τη γιαγιά μου,το καλοκαίρι.Σήμερα μένω κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου.Εκείνη έφυγε,τα δέντρα κόπηκαν,τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν,ο κήπος άλλαξε...Το μόνο που μένει να μου θυμίζει είναι οι δεκαοχτούρες και όσα με ευλάβεια έχω κλειδωμένα στο μυαλό και την καρδιά μου.

Ελπίζω να σας άρεσε!

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Το κάστρο!


Τον παλιό καιρό
πέρα στο κάστρο του νησιού το γκρεμισμένο
έστησε χορό το αρχοντόπουλο
στον κόσμο ξακουσμένο.

Παν εκεί στο κάστρο διαλεχτές κυράδες
κείνης της γενιάς της μακρινής.
Πήγανε ακόμα και δύο αδερφάδες
που δεν τις εγνώριζε κανείς.

Δεν ήταν ντυμένες ούτε στολισμένες
με χρυσά κι ατίμητα φλουριά
μα είχαν κάτι μάτια
που`καναν κομμάτια
και την πιο μαρμάρινη καρδιά.

Όμορφα κι οι δυο χορεύουν
κι απ`το ρήγα μπρος περνούν
και μεμιάς τον εμαγεύουν
μύριους πόνους τον κερνούν.

Στέκει ο βασιλιάς
και απ`το παλιό κρασί του κάστρου τις κερνάει.
Και γλυκό φιλί από τις δυο
ζητά της μιας να πάρει.

Μα ήτανε νεράιδες κι όποιος
τις ζυγώνει και φιλί τους
πάρει μαγικό
ημπορεί κι αυτός ώσπου να ξημερώσει
να γενεί κι εκείνος ξωτικό.

Πέρασαν οι ώρες,έφυγαν οι κόρες
πάψανε τα γλέντια,τα βιολιά
τώρα στο παλάτι της αυγής τα πάθη
βρήκαν ξωτικό το βασιλιά.

Τώρα με σκοπό θλιμμένο
κουκουβάγια τον θρηνεί
κι απ`το κάστρο γκρεμισμένος
κλαίει κι αυτός χωρίς φωνή.



 1) Εκτέλεση από Α.Γ.Selena

 2) Εκτέλεση από Λοξία

Είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι που έβαζα τη μαμά μου να μου το τραγουδάει κάθε βράδυ για να κοιμηθώ. Εκείνη το έμαθε από τη γιαγιά της που ήταν μικρασιάτισσα κι εγώ θα το μάθω στα παιδιά μου με πολύ χαρά. Τα λόγια δεν είναι όπως μου τα έλεγε η μαμά μου και κατά τη γνώμη μου χάνει πολύ έτσι, όμως εκείνα τα λόγια θα μου επιτρέψετε να τα κρατήσω για μένα :)

Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Λοξία ο οποίος ηχογράφησε το κομμάτι και σε μία άλλη παραλλαγή και μας την παρουσίασε εδώ στα Παραμύθια που όλοι αγαπάμε :)